ἐκποιήσῃ

ἐκποιήσῃ
ἐκποιήσηι , ἐκποίησις
putting forth
fem dat sg (epic)
ἐκποιέω
put out
aor subj mid 2nd sg
ἐκποιέω
put out
aor subj act 3rd sg
ἐκποιέω
put out
fut ind mid 2nd sg
ἐκποιέω
put out
aor subj mid 2nd sg
ἐκποιέω
put out
aor subj act 3rd sg
ἐκποιέω
put out
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκποίηση — η (AM ἐκποίησις) πώληση νεοελλ. πώληση όλου τού εμπορεύματος, ξεπούλημα αρχ. 1. αποσπερματισμός 2. παράδοση παιδιού σε κάποιον για υιοθεσία 3. αποπεράτωση οικοδομήματος …   Dictionary of Greek

  • εκποίηση — η πώληση και μάλιστα αναγκαστική ύστερα από δικαστική απόφαση, ξεπούλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλοτρίωση — Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ… …   Dictionary of Greek

  • αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …   Dictionary of Greek

  • αντικατάλλαγμα — το (AM ἀντικατάλλαγμα) νεοελλ. κάθε τι που απέκτησε ο νομέας της κληρονομιάς με εκποίηση αρχικού αντικειμένου της κληρονομιάς, το οποίο και αντικαθιστά αρχ. μσν. αυτό που δίνεται ως αντάλλαγμα …   Dictionary of Greek

  • δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • διάπρασις — διάπρασις, η (AM) [διαπιπράσκω] πούληση, ξεπούλημα μσν. αναγκαστική εκποίηση …   Dictionary of Greek

  • διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • εξαργύρωση — η [εξαργυρώνω] μετατροπή ακινήτων ή τίτλων σε χρήμα, εκποίηση, ρευστοποίηση («εξαργύρωση επιταγής, ομολογίας, λαχείου» κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • ευεργέτημα — Το αποτέλεσμα της ευεργεσίας, η χάρη, μια ωφέλιμη και γενικά καλή πράξη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη νομική γλώσσα αλλά με διαφορετικές έννοιες, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Στο μεσαιωνικό δίκαιο ο όρος ε. δήλωνε την παραχώρηση της κάρπωσης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”